About

Latrakia … derivative from the Greek word λατρεύω which means I worship.

I love, I have been loved, I adore, I worship (= honor divinity or holiness), love someone or something.

Adorable: the extremely likable

Latraki (n): Completely arbitrary and fictional word

Our dearest, our beloved. Latrakia of our hearts.

Those we love. Ideas, people, habits, objects. The beloved, favorite, sanctified, adorable.

Lovers of beautiful, of great, of the hallowed, high, rare and unique, of the unrepeatable. Lovers of those that give meaning to our existences …

 

Τα Λατράκια… εκ του λατρεύω, λάτρεψα, λατρεύτηκα, λατρεμένος: τιμώ θεότητα ή αγιότητα, υπεραγαπώ κάποιον ή κάτι.

Λατρευτός: ο εξαιρετικά αγαπητός

Λάτρης (ο) ουσ.  θηλ. λάτρισσα: ο πιστός θεότητας ή αγιότητας, αυτός που υπεραγαπά κάποιον ή κάτι

Λατράκι (το) ουσ. ουδ. : εντέλως αυθαίρετο και λεξιπλαστικό

Τα Λατράκια της καρδιάς μας.

Αυτά που αγαπάμε, αυτοί που αγαπάμε. Ιδέες, πρόσωπα, συνήθειες, αντικείμενα. Τα λατρεμένα, τα αγαπημένα, τα αγιασμένα, λατρευτικώς, με λατρεία, τα λατρευτά. Λάτρεις των ωραίων, των σπουδαίων, των καθαγιασμένων, των υψηλών, των σπάνιων και μοναδικών, των ανεπανάληπτων, αυτών που δίνουν νόημα στις υπάρξεις μας…